φιαρός

φιαρός
και ιων. τ. φιερός, -ή, -όν, Α
1. λαμπρός, φωτεινός
2. (για το ανθρώπινο σώμα ή για μέλος του) στιλπνός, ζωηρός, εύρωστος
3. (για ζώο) παχύς («ὄρνιθος φιαρῆς», Νικ. Αλεξ.)
4. (ιδίως για την κρέμα τού γάλατος) λιπαρός («φιαρὴν δὲ ποτοῡ ἀποαίνυσο γῆϋν», Νικ. Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.. Παλαιότερα, ο τ. φιαρός είχε συνδεθεί με το επίθ. πιαρός «παχύς». Ορισμένοι θεώρησαν ότι πρόκειται για άλλον τ. τού πιαρός με εκφραστική δάσυνση τού π, ενώ άλλοι υποστήριξαν ότι προήλθε < φαιδρός + πιαρός με συμφυρμό. Ωστόσο, οι απόψεις αυτές δεν θεωρούνται πια πιθανές, λόγω τής διαφορετικής ποσότητας του -ι- στους δύο τ. (πρβλ. πῑαρός, αλλά φῐαρός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φιαρός — gleaming masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιαρόν — φιαρός gleaming masc acc sg φιαρός gleaming neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιαρῆς — φιαρός gleaming fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιαρῇσι — φιαρός gleaming fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιαρή — φιαρός gleaming fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιαρήν — φιαρός gleaming fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιαρωτέρα — φιαρωτέρᾱ , φιαρός gleaming fem nom/voc/acc comp dual φιαρωτέρᾱ , φιαρός gleaming fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρύνω — Α (κατά τον Ησύχ.) «φαρύνει λαμπρύνει». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. αντί φιαρύνω* (< φιαρός)] …   Dictionary of Greek

  • φιαρύνω — Α [φιαρός] (κατά τον Ησύχ.) «λαμπρύνω» …   Dictionary of Greek

  • φιερός — ή, όν, Α ιων. τ. βλ. φιαρός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”